σφονδυλίων

σφονδυλίων
σφονδύλιον
cow-parsnip
neut gen pl
σφονδύλιος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφονδυλίων — ὁ, Α (ενν. μυελός) πιθ. ο μυελός τής σπονδυλικής στήλης, ο νωτιαίος μυελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος + επίθημα ίων (πρβλ. ακανθ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”